πατώνω — πατώνω, πάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πατώνω — πάτωσα, πατώθηκα, πατωμένος 1. κατασκευάζω δάπεδο, διευθετώ και κάνω δάπεδο τη γη. 2. περνώ πάτο σε δοχείο ή κιβώτιο. 3. αμτβ., ακουμπώ με τα πόδια το βυθό της θάλασσας: Είναι βαθιά η θάλασσα και δεν πατώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… … Dictionary of Greek
επισανιδώνω — καλύπτω με σανίδες, στρώνω σανίδες πάνω σε κάτι, πατώνω … Dictionary of Greek
πατωσιά — η 1. δάπεδο, πάτωμα 2. όροφος οικοδομήματος 3. η επίστρωση ενός μέρους με σανίδες 4. σκαλωσιά, ικρίωμα, πρόχειρη κατασκευή από σανίδες και δοκάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατωσ τού αορ. τού πατώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
υπογαστρίζομαι — Α γεμίζω την κοιλιά μου, παρατρώγω, τήν πατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γαστήρ, γαστρός + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
pardosi — PARDOSÍ, pardosesc, vb. IV. tranz. A acoperi sau a căptuşi cu pardoseală o încăpere, o curte etc.: p. ext. a pava. ♦ p. gener. (Rar) A căptuşi; a acoperi. – et. nec. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 PARDOSÍ vb. a podi. (A pardosi o… … Dicționar Român