πατώνω

πατώνω
[πάτος]
1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής
2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους
3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει
4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης, δεξαμενής κατά την κολύμβηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πατώνω — πατώνω, πάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πατώνω — πάτωσα, πατώθηκα, πατωμένος 1. κατασκευάζω δάπεδο, διευθετώ και κάνω δάπεδο τη γη. 2. περνώ πάτο σε δοχείο ή κιβώτιο. 3. αμτβ., ακουμπώ με τα πόδια το βυθό της θάλασσας: Είναι βαθιά η θάλασσα και δεν πατώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… …   Dictionary of Greek

  • επισανιδώνω — καλύπτω με σανίδες, στρώνω σανίδες πάνω σε κάτι, πατώνω …   Dictionary of Greek

  • πατωσιά — η 1. δάπεδο, πάτωμα 2. όροφος οικοδομήματος 3. η επίστρωση ενός μέρους με σανίδες 4. σκαλωσιά, ικρίωμα, πρόχειρη κατασκευή από σανίδες και δοκάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατωσ τού αορ. τού πατώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • υπογαστρίζομαι — Α γεμίζω την κοιλιά μου, παρατρώγω, τήν πατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γαστήρ, γαστρός + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • pardosi — PARDOSÍ, pardosesc, vb. IV. tranz. A acoperi sau a căptuşi cu pardoseală o încăpere, o curte etc.: p. ext. a pava. ♦ p. gener. (Rar) A căptuşi; a acoperi. – et. nec. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  PARDOSÍ vb. a podi. (A pardosi o… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”